τρισάρνητος

τρισάρνητος
-ον, Μ
αυτός που είναι αρνητής τών πάντων, που τηρεί τελείως αρνητική στάση σε όλα («εὑρίσκονται οἱ εἰκονομάχοι οὐκ ἀρνησίχριστοι μόνον, ἀλλὰ γὰρ καὶ τρισάρνητοι», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι-* + ἀρνοῦμαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”